Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφαγιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σφαγιαστικ
ός
η
σφαγιαστικ
ή
το
σφαγιαστικ
ό
γενική
του
σφαγιαστικ
ού
της
σφαγιαστικ
ής
του
σφαγιαστικ
ού
αιτιατική
τον
σφαγιαστικ
ό
τη
σφαγιαστικ
ή
το
σφαγιαστικ
ό
κλητική
σφαγιαστικ
έ
σφαγιαστικ
ή
σφαγιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σφαγιαστικ
οί
οι
σφαγιαστικ
ές
τα
σφαγιαστικ
ά
γενική
των
σφαγιαστικ
ών
των
σφαγιαστικ
ών
των
σφαγιαστικ
ών
αιτιατική
τους
σφαγιαστικ
ούς
τις
σφαγιαστικ
ές
τα
σφαγιαστικ
ά
κλητική
σφαγιαστικ
οί
σφαγιαστικ
ές
σφαγιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σφαγιαστικός
<
σφαγιάζω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
σφαγιαστικός
που έχει
σχέση
με
σφαγιασμό
ή
σφαγιαστή
αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφαγιαστικός