Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συχαρίκι τα συχαρίκια
      γενική του συχαρικιού των συχαρικιών
    αιτιατική το συχαρίκι τα συχαρίκια
     κλητική συχαρίκι συχαρίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συχαρίκι < συγχαίρω < συν + χαίρω (χαίρομαι κι εγώ με τη χαρά σας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συχαρίκι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) χαρμόσυνη είδηση, συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό: συχαρίκια / συγχαρίκια
    ※  Εχω µια ιδέα, λέει ο Σταύρος. Να πάµε στον Γάκη Στόλη που είναι µόνος του στο σπίτι απόψε. Κι όταν είναι µόνος, πίνει και δεν ξέρει τι γίνεται στον κόσµο. Να του πούµε το συχαρίκι. (Η κατεδάφιση του αγάλµατος του Εµβέρ Χότζα, Τα Νέα, 11/8/2010 [1])
    ※  Με τέτοιου είδους ανακοινωθέν και διαμαρτυρίες της Ομόνοιας προς την Ελληνική Πολιτεία, φθάσαμε στην ετήσια βίζα, στο πρώτο Ειδικό Δελτίο Ομογενούς με δεκάχρονη ισχύ παραμονής και εργασίας και μέχρι την πολιτογράφηση, για να γίνουν οι Βορειοηπειρώτες και de juro Έλληνες πολίτες. Μεγάλο κατόρθωμα και συχαρίκι ήταν και το επίδομα του ΟΓΑ. Ένα επίδομα που είχε περισσότερο πολιτικό και εθνικό χαρακτήρα, παρά οικονομικό. (Η Ελλάδα, οι κυβερνήσεις της και οι Βορειοηπειρώτες, ΧΙΜΑΡΑ, 17/08/2017 [2])
  2. (παρωχημένο, σπάνιο) κακή είδηση

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία