συνωμοτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνωμοτικότητα < συνωμοτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνωμοτικότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ή κάτι συνωμοτικό(ς), η ιδιότητα του συνωμοτικού ή η συμπεριφορά του συνωμότη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνωμοτικότητα
|
Πηγές
επεξεργασία- συνωμοτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συνωμοτικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)