γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συνταφείς συνταφεῖσ τὸ συνταφέν
      γενική τοῦ συνταφέντος τῆς συνταφείσης τοῦ συνταφέντος
      δοτική τῷ συνταφέντ τῇ συνταφείσ τῷ συνταφέντ
    αιτιατική τὸν συνταφέντ τὴν συνταφεῖσᾰν τὸ συνταφέν
     κλητική ! συνταφείς συνταφεῖσ συνταφέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συνταφέντες αἱ συνταφεῖσαι τὰ συνταφέντ
      γενική τῶν συνταφέντων τῶν συνταφεισῶν τῶν συνταφέντων
      δοτική τοῖς συνταφεῖσῐ(ν) ταῖς συνταφείσαις τοῖς συνταφεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς συνταφέντᾰς τὰς συνταφείσᾱς τὰ συνταφέντ
     κλητική ! συνταφέντες συνταφεῖσαι συνταφέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συνταφέντε τὼ συνταφείσ τὼ συνταφέντε
      γεν-δοτ τοῖν συνταφέντοιν τοῖν συνταφείσαιν τοῖν συνταφέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συνταφείς