συνεταιριστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεταιριστικότητα < αγγλική απόδοση του associationism
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεταιριστικότητα θηλυκό
- (οικονομία) σοσιαλιστική θεωρία κατά την οποία τα κοινωνικά προβλήματα λύνονται με την εθελοντική συνεργασία μικρών ομάδων παραγωγών
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεταιριστικότητα