Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνεπαρχιώτης οι συνεπαρχιώτες
      γενική του συνεπαρχιώτη των συνεπαρχιωτών
    αιτιατική τον συνεπαρχιώτη τους συνεπαρχιώτες
     κλητική συνεπαρχιώτη συνεπαρχιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεπαρχιώτης < συν- + επαρχιώτης (μαρτυρείται από το 1839)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ne.paɾ.çiˈo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νε‐παρ‐χι‐ώ‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεπαρχιώτης αρσενικό (θηλυκό συνεπαρχιώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία