συναρμοστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναρμοστής < ελληνιστική κοινή συναρμοστής[1] < αρχαία ελληνική σύν + ἁρμοστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυναρμοστής αρσενικό
- (σπάνιο, λόγιο) κάποιος που συναρμόζει
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συναρμοστής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συναρμοστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- συναρμοστής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)