Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναισθητικός η συναισθητική το συναισθητικό
      γενική του συναισθητικού της συναισθητικής του συναισθητικού
    αιτιατική τον συναισθητικό τη συναισθητική το συναισθητικό
     κλητική συναισθητικέ συναισθητική συναισθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναισθητικοί οι συναισθητικές τα συναισθητικά
      γενική των συναισθητικών των συναισθητικών των συναισθητικών
    αιτιατική τους συναισθητικούς τις συναισθητικές τα συναισθητικά
     κλητική συναισθητικοί συναισθητικές συναισθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναισθητικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

συναισθητικός

  1. ο πάσχων (ο έχων σε ηπιότερες ή ερμηνευτικά ουδέτερες ή θετικές μορφές) από συναισθησία
  2. αυτός που βιώνει περιπλεγμένα τα ερεθίσματα των αισθήσεων, είτε λόγω δομικών εγκεφαλικών διαφοροποιήσεων, είτε λόγω παρουσίας ψυχοτρόπου ουσίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία