συναισθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συναισθητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
συναισθητικός
- ο πάσχων (ο έχων σε ηπιότερες ή ερμηνευτικά ουδέτερες ή θετικές μορφές) από συναισθησία
- αυτός που βιώνει περιπλεγμένα τα ερεθίσματα των αισθήσεων, είτε λόγω δομικών εγκεφαλικών διαφοροποιήσεων, είτε λόγω παρουσίας ψυχοτρόπου ουσίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναισθητικός
|