συμπερασματολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπερασματολογία < συμπέρασματ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπερασματολογία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπερασματολογία
|