Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμπαθητικομιμητικό τα συμπαθητικομιμητικά
      γενική του συμπαθητικομιμητικού των συμπαθητικομιμητικών
    αιτιατική το συμπαθητικομιμητικό τα συμπαθητικομιμητικά
     κλητική συμπαθητικομιμητικό συμπαθητικομιμητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπαθητικομιμητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συμπαθητικομιμητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπαθητικομιμητικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

συμπαθητικομιμητικό