συμπαθητικομιμητικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπαθητικομιμητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συμπαθητικομιμητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπαθητικομιμητικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου με συμπαθητικομιμητική δράση
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπαθητικομιμητικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
συμπαθητικομιμητικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του συμπαθητικομιμητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συμπαθητικομιμητικός