↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμβουλευτής οι συμβουλευτές
      γενική του συμβουλευτή των συμβουλευτών
    αιτιατική τον συμβουλευτή τους συμβουλευτές
     κλητική συμβουλευτή συμβουλευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβουλευτής < αρχαία ελληνική συμβουλευτής[1] < συμβουλεύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμβουλευτής αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συμβουλευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.