συμβιωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβιωτής < ελληνιστική κοινή συμβιωτής ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική symbiote)
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμβιωτής αρσενικό
- (βιολογία) οργανισμός που συμβιώνει με άλλους
συμβιωτής αρσενικό