↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμβασιοποίηση οι συμβασιοποιήσεις
      γενική της συμβασιοποίησης* των συμβασιοποιήσεων
    αιτιατική τη συμβασιοποίηση τις συμβασιοποιήσεις
     κλητική συμβασιοποίηση συμβασιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμβασιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβασιοποίηση (νεολογισμός) < συμβασιο(ποιώ) + -ποίηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμβασιοποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία