συμβασιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμβασιοποίηση | οι | συμβασιοποιήσεις |
γενική | της | συμβασιοποίησης* | των | συμβασιοποιήσεων |
αιτιατική | τη | συμβασιοποίηση | τις | συμβασιοποιήσεις |
κλητική | συμβασιοποίηση | συμβασιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμβασιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμβασιοποίηση (νεολογισμός) < συμβασιο(ποιώ) + -ποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβασιοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) δημιουργία και υπογραφή σύμβασης για την υλοποίηση έργου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμβασιοποίηση
|
Πηγές
επεξεργασία- συμβασιοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συμβασιοποίηση - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr