↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμβολαιοποίηση οι συμβολαιοποιήσεις
      γενική της συμβολαιοποίησης* των συμβολαιοποιήσεων
    αιτιατική τη συμβολαιοποίηση τις συμβολαιοποιήσεις
     κλητική συμβολαιοποίηση συμβολαιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμβολαιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβολαιοποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμβολαιοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία