συμβολαιοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμβολαιοποίηση | οι | συμβολαιοποιήσεις |
γενική | της | συμβολαιοποίησης* | των | συμβολαιοποιήσεων |
αιτιατική | τη | συμβολαιοποίηση | τις | συμβολαιοποιήσεις |
κλητική | συμβολαιοποίηση | συμβολαιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμβολαιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβολαιοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμβολαιοποίηση θηλυκό
- η υπογραφή ενός συμβολαίου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμβολαιοποίηση
|