συλλοίμωξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συλλοίμωξη | οι | συλλοιμώξεις |
γενική | της | συλλοίμωξης* | των | συλλοιμώξεων |
αιτιατική | τη | συλλοίμωξη | τις | συλλοιμώξεις |
κλητική | συλλοίμωξη | συλλοιμώξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συλλοιμώξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siˈli.mo.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λοί‐μω‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυλλοίμωξη θηλυκό
- (ιατρική) η λοίμωξη που οφείλεται σε δύο ταυτόχρονους νοσογόνους παράγοντες
- ※ Η συλλοίμωξη από κορωνοϊό SARS-CoV-2 και ιούς της γρίπης αυξάνει πάνω από τέσσερις φορές την πιθανότητα διασωλήνωσης του ασθενούς και κατά δυόμισι φορές την πιθανότητα θανάτου του, σε σύγκριση με όσους νοσούν μόνο από covid-19. (εφ. Το Βήμα, 27.03.2022)
Μεταφράσεις
επεξεργασία συλλοίμωξη
|