Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συλλοίμωξη οι συλλοιμώξεις
      γενική της συλλοίμωξης* των συλλοιμώξεων
    αιτιατική τη συλλοίμωξη τις συλλοιμώξεις
     κλητική συλλοίμωξη συλλοιμώξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συλλοιμώξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλλοίμωξη < συ- + λοίμωξη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈli.mo.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλ‐λοί‐μω‐ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συλλοίμωξη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία