κορωνοϊός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορωνοϊός < κορώνα + -ο- + ιός / (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coronavirus. Δείτε και κορονοϊός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορωνοϊός αρσενικό
- (βιολογία, επιδημιολογία, κορονοϊός) άλλη μορφή του κορονοϊός
- ※ Κορωνοϊός: Σε ύψιστη επιφυλακή οι υγειονομικές αρχές στην Ευρώπη (*, Καθημερινή, 08.02.2020)