↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συκοφάγος οι συκοφάγοι
      γενική του συκοφάγου των συκοφάγων
    αιτιατική τον συκοφάγο τους συκοφάγους
     κλητική συκοφάγε συκοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συκοφάγος < σύκ(ο) + -ο- + -φάγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συκοφάγος αρσενικό

  • (πτηνό) πτηνό της οικογενείας των Οριολιδών (Χλωριονιδών), που απαντάται στον ελλαδικό χώρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία