Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συκοφάγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
συκοφάγ
ος
οι
συκοφάγ
οι
γενική
του
συκοφάγ
ου
των
συκοφάγ
ων
αιτιατική
τον
συκοφάγ
ο
τους
συκοφάγ
ους
κλητική
συκοφάγ
ε
συκοφάγ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συκοφάγος
<
σύκ(ο)
+
-ο-
+
-φάγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συκοφάγος
αρσενικό
(
πτηνό
) πτηνό της οικογενείας των Οριολιδών (Χλωριονιδών), που απαντάται στον ελλαδικό χώρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συκοφάγος
αγγλικά
:
eurasian golden oriole
(en)
γαλλικά
:
becfigue
(fr)
γερμανικά
:
Feigenfresser
(de)
λατινικά
:
ficedula
(la)