συγχωρητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγχωρητικότητα < συγχωρητικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγχωρητικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα και ικανότητα του συγχωρητικού, το να μπορεί κάποιος να συγχωρεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγχωρητικότητα