συγκαρπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκαρπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική syncarpy < αρχαία ελληνική σύν + καρπός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκαρπία θηλυκό
- (βοτανική) η κατάσταση κατά την οποία τα καρπόφυλλα ενός άνθους συγχωνεύονται σε μία ενιαία ωοθήκη / ύπερο