γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική στύγιος στυγί
στύγιος
τὸ στύγιον
      γενική τοῦ στυγίου τῆς στυγίᾱς
στυγίου
τοῦ στυγίου
      δοτική τῷ στυγί τῇ στυγί
στυγί
τῷ στυγί
    αιτιατική τὸν στύγιον τὴν στυγίᾱν
στύγιον
τὸ στύγιον
     κλητική ! στύγιε στυγί
στύγιε
στύγιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στύγιοι αἱ στύγιαι
στύγιοι
τὰ στύγι
      γενική τῶν στυγίων τῶν στυγίων
στυγίων
τῶν στυγίων
      δοτική τοῖς στυγίοις ταῖς στυγίαις
στυγίοις
τοῖς στυγίοις
    αιτιατική τοὺς στυγίους τὰς στυγίᾱς
στυγίους
τὰ στύγι
     κλητική ! στύγιοι στύγιαι
στύγιοι
στύγι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στυγίω τὼ στυγί
στυγίω
τὼ στυγίω
      γεν-δοτ τοῖν στυγίοιν τοῖν στυγίαιν
στυγίοιν
τοῖν στυγίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στύγιος < στύγ(ος) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

στύγιος, -ος/-ία, -ον

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στη Στύγα, στον Κάτω Κόσμο
  2. μισητός, απεχθής
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1339 (1337-1340)
    ἐπεὶ δ᾽ ἔπαυσ᾽ εἰλαπίνας | θεοῖς βροτείωι τε γένει, | Ζεὺς μειλίσσων στυγίους | Ματρὸς ὀργὰς ἐνέπει·;
    Όταν ανθρώπων και θεών | σταμάτησαν τα φαγοπότια, | για να γλυκάνει ο Δίας της Μάνας τον πικρό | θυμό, [στις Χάριτες] μιλάει.
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 195 (195-198)
    στυγίους δὲ βροτῶν οὐδεὶς λύπας | ηὕρετο μούσῃ καὶ πολυχόρδοις | ᾠδαῖς παύειν, ἐξ ὧν θάνατοι | δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους.
    όμως κανείς δεν ηύρε πώς να παύουν | με τις μουσικές και τα πολύχορδα τραγούδια | οι μαύρες πίκρες των ανθρώπων, | που φέρνουν θάνατο και συμφορές που κλείνουν σπίτια.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία