Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στύγος τὰ στύγη - στύγε
      γενική τοῦ στύγους - στύγεος τῶν στυγῶν - στυγέων
      δοτική τῷ στύγει - στύγεῐ̈ τοῖς στύγεσ(ν)
    αιτιατική τὸ στύγος τὰ στύγη - στύγεα
     κλητική ! στύγος στύγη - στύγεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στύγει - στύγεε
γεν-δοτ τοῖν  στυγοῖν - στυγέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στύγος < στυγέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στύγος, -εος ουδέτερο

  1. μίσος, αντιπάθεια, απέχθεια
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 81 (78-81)
    δίκαια καὶ μὴ δίκαια, | πρέποντ᾽ ἀρχὰς βίου, | βίᾳ φερομένων, †αἰνέσαι, πικρὸν φρενῶν | στύγος κρατούσῃ.
    πρέπει σ᾽ αυτούς που με τη βία με ορίζουνε | σε δίκια κι άδικα την κεφαλή να σκύβω | πνίγοντας μες στα στήθη μου | την πικρήν έχθρα μου που κρύβω.
    Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  2. αντικείμενο του μίσους, βδέλυγμα
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 558
    τὰ δ᾽ αὖτε χέρσῳ· καὶ προσῆν πλέον στύγος·
    Στη στεριά πάλι το κακό ήταν πιο μεγάλο·
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία