↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόρισμα τα στορίσματα
      γενική του στορίσματος των στορισμάτων
    αιτιατική το στόρισμα τα στορίσματα
     κλητική στόρισμα στορίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στόρισμα < στορίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόρισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • στόρισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)