στορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στορίζω < μεσαιωνική ελληνική ἱστορίζω[1] < αρχαία ελληνική ἱστορία
Ρήμα
επεξεργασίαστορίζω
- (παρωχημένο, προφορικό) άλλη μορφή του ιστορίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στορίζω
|
- ↑ ἱστορίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)