↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρεπτοκοκκίαση οι στρεπτοκοκκιάσεις
      γενική της στρεπτοκοκκίασης* των στρεπτοκοκκιάσεων
    αιτιατική τη στρεπτοκοκκίαση τις στρεπτοκοκκιάσεις
     κλητική στρεπτοκοκκίαση στρεπτοκοκκιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρεπτοκοκκιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρεπτοκοκκίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική streptococcie[1] + -ση < streptocoque < αρχαία ελληνική στρεπτός + κόκκος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρεπτοκοκκίαση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία