στρεπτοκοκκίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρεπτοκοκκίαση | οι | στρεπτοκοκκιάσεις |
γενική | της | στρεπτοκοκκίασης* | των | στρεπτοκοκκιάσεων |
αιτιατική | τη | στρεπτοκοκκίαση | τις | στρεπτοκοκκιάσεις |
κλητική | στρεπτοκοκκίαση | στρεπτοκοκκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρεπτοκοκκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρεπτοκοκκίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική streptococcie[1] + -ση < streptocoque < αρχαία ελληνική στρεπτός + κόκκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρεπτοκοκκίαση θηλυκό
- (ιατρική) λοίμωξη που προκαλείται από στρεπτόκοκκο
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρεπτοκοκκίαση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στρεπτοκοκκίαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας