στοματολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στοματολογικός < στοματολογ(ία) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
στοματολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την στοματολογία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στοματολογικός
|