Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στλεγγίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
στλεγγίδ
α
οι
στλεγγίδ
ες
γενική
της
στλεγγίδ
ας
των
στλεγγίδ
ων
αιτιατική
τη
στλεγγίδ
α
τις
στλεγγίδ
ες
κλητική
στλεγγίδ
α
στλεγγίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στλεγγίδα
<
αρχαία ελληνική
στλεγγίς
Ρωμαϊκές
στλεγγίδες
του 1ου αι. π.Χ.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στλεγγίδα
θηλυκό
εργαλείο
με το οποίο
έξυναν
οι αθλητές στην αρχαιότητα το
σώμα
τους για να καθαριστούν
ξυστρί
Συγγενικά
επεξεργασία
στλεγγίζω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
στλεγγίς
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στλεγγίδα
αγγλικά
:
strigil
(en)
γαλλικά
:
strigile
(fr)