στλεγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στλεγγίζω < στλεγγίδα + -ίζω < αρχαία ελληνική στλεγγίς
Ρήμα
επεξεργασίαστλεγγίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στλεγγίζω | στλέγγιζα | θα στλεγγίζω | να στλεγγίζω | στλεγγίζοντας | |
β' ενικ. | στλεγγίζεις | στλέγγιζες | θα στλεγγίζεις | να στλεγγίζεις | στλέγγιζε | |
γ' ενικ. | στλεγγίζει | στλέγγιζε | θα στλεγγίζει | να στλεγγίζει | ||
α' πληθ. | στλεγγίζουμε | στλεγγίζαμε | θα στλεγγίζουμε | να στλεγγίζουμε | ||
β' πληθ. | στλεγγίζετε | στλεγγίζατε | θα στλεγγίζετε | να στλεγγίζετε | στλεγγίζετε | |
γ' πληθ. | στλεγγίζουν(ε) | στλέγγιζαν στλεγγίζαν(ε) |
θα στλεγγίζουν(ε) | να στλεγγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στλέγγισα | θα στλεγγίσω | να στλεγγίσω | στλεγγίσει | ||
β' ενικ. | στλέγγισες | θα στλεγγίσεις | να στλεγγίσεις | στλέγγισε | ||
γ' ενικ. | στλέγγισε | θα στλεγγίσει | να στλεγγίσει | |||
α' πληθ. | στλεγγίσαμε | θα στλεγγίσουμε | να στλεγγίσουμε | |||
β' πληθ. | στλεγγίσατε | θα στλεγγίσετε | να στλεγγίσετε | στλεγγίστε | ||
γ' πληθ. | στλέγγισαν στλεγγίσαν(ε) |
θα στλεγγίσουν(ε) | να στλεγγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στλεγγίσει | είχα στλεγγίσει | θα έχω στλεγγίσει | να έχω στλεγγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στλεγγίσει | είχες στλεγγίσει | θα έχεις στλεγγίσει | να έχεις στλεγγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει στλεγγίσει | είχε στλεγγίσει | θα έχει στλεγγίσει | να έχει στλεγγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στλεγγίσει | είχαμε στλεγγίσει | θα έχουμε στλεγγίσει | να έχουμε στλεγγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στλεγγίσει | είχατε στλεγγίσει | θα έχετε στλεγγίσει | να έχετε στλεγγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στλεγγίσει | είχαν στλεγγίσει | θα έχουν στλεγγίσει | να έχουν στλεγγίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στλεγγίζω
|