Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στλεγγίζω < στλεγγίδα + -ίζω < αρχαία ελληνική στλεγγίς

  Ρήμα επεξεργασία

στλεγγίζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία