στιγμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στιγμάτωση | οι | στιγματώσεις |
γενική | της | στιγμάτωσης* | των | στιγματώσεων |
αιτιατική | τη | στιγμάτωση | τις | στιγματώσεις |
κλητική | στιγμάτωση | στιγματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στιγματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στιγμάτωση < καθαρεύουσα στιγμάτωσις < στίγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστιγμάτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία στιγμάτωση
|