Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στενοσόκακο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στενοσόκακ
ο
τα
στενοσόκακ
α
γενική
του
στενοσόκακ
ου
των
στενοσόκακ
ων
αιτιατική
το
στενοσόκακ
ο
τα
στενοσόκακ
α
κλητική
στενοσόκακ
ο
στενοσόκακ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στενοσόκακο
<
στεν(ός)
+
-ο-
+
σοκάκ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στενοσόκακο
ουδέτερο
(
οικείο
)
στενό
σοκάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στενοσόκακο