στειροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στειροποίηση | οι | στειροποιήσεις |
γενική | της | στειροποίησης* | των | στειροποιήσεων |
αιτιατική | τη | στειροποίηση | τις | στειροποιήσεις |
κλητική | στειροποίηση | στειροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στειροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στειροποίηση < στειροποιώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστειροποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στειροποιώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στειροποίηση
|