Ετυμολογία

επεξεργασία
στειροποιώ < στείρος + -ο- + -ποιώ

στειροποιώ (παθητική φωνή: στειροποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία