στειροποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστειροποιώ (παθητική φωνή: στειροποιούμαι)
- άλλη μορφή του στειρώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στειροποιώ | στειροποιούσα | θα στειροποιώ | να στειροποιώ | στειροποιώντας | |
β' ενικ. | στειροποιείς | στειροποιούσες | θα στειροποιείς | να στειροποιείς | (στειροποίει) | |
γ' ενικ. | στειροποιεί | στειροποιούσε | θα στειροποιεί | να στειροποιεί | ||
α' πληθ. | στειροποιούμε | στειροποιούσαμε | θα στειροποιούμε | να στειροποιούμε | ||
β' πληθ. | στειροποιείτε | στειροποιούσατε | θα στειροποιείτε | να στειροποιείτε | στειροποιείτε | |
γ' πληθ. | στειροποιούν(ε) | στειροποιούσαν(ε) | θα στειροποιούν(ε) | να στειροποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στειροποίησα | θα στειροποιήσω | να στειροποιήσω | στειροποιήσει | ||
β' ενικ. | στειροποίησες | θα στειροποιήσεις | να στειροποιήσεις | στειροποίησε | ||
γ' ενικ. | στειροποίησε | θα στειροποιήσει | να στειροποιήσει | |||
α' πληθ. | στειροποιήσαμε | θα στειροποιήσουμε | να στειροποιήσουμε | |||
β' πληθ. | στειροποιήσατε | θα στειροποιήσετε | να στειροποιήσετε | στειροποιήστε | ||
γ' πληθ. | στειροποίησαν στειροποιήσαν(ε) |
θα στειροποιήσουν(ε) | να στειροποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στειροποιήσει | είχα στειροποιήσει | θα έχω στειροποιήσει | να έχω στειροποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις στειροποιήσει | είχες στειροποιήσει | θα έχεις στειροποιήσει | να έχεις στειροποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει στειροποιήσει | είχε στειροποιήσει | θα έχει στειροποιήσει | να έχει στειροποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στειροποιήσει | είχαμε στειροποιήσει | θα έχουμε στειροποιήσει | να έχουμε στειροποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε στειροποιήσει | είχατε στειροποιήσει | θα έχετε στειροποιήσει | να έχετε στειροποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στειροποιήσει | είχαν στειροποιήσει | θα έχουν στειροποιήσει | να έχουν στειροποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στειροποιώ
|