↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταφιδόψωμο τα σταφιδόψωμα
      γενική του σταφιδόψωμου των σταφιδόψωμων
    αιτιατική το σταφιδόψωμο τα σταφιδόψωμα
     κλητική σταφιδόψωμο σταφιδόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κομμένο σταφιδόψωμο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταφιδόψωμο < σταφίδ(α) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sta.fiˈðo.pso.mo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταφιδόψωμο ουδέτερο

λαζαράκια λέγονται τα σταφιδόψωμα που φτιάχνονται το Σάββατο του Λαζάρου και επειδή έχουν σχήμα πλεξούδας μοιάζουν με τον σαβανωμένο Λάζαρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία