↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταφιδίνη οι σταφιδίνες
      γενική της σταφιδίνης των σταφιδινών
    αιτιατική τη σταφιδίνη τις σταφιδίνες
     κλητική σταφιδίνη σταφιδίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταφιδίνη (μαρτυρείται από το 1894)[1] < σταφίδα + -ίνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταφιδίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 924, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου