σταυροθεοτόκιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σταυροθεοτόκιο | τα | σταυροθεοτόκια |
γενική | του | σταυροθεοτόκιου & σταυροθεοτοκίου |
των | σταυροθεοτόκιων & σταυροθεοτοκίων |
αιτιατική | το | σταυροθεοτόκιο | τα | σταυροθεοτόκια |
κλητική | σταυροθεοτόκιο | σταυροθεοτόκια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταυροθεοτόκιο ουδέτερο
- (θρησκεία) τροπάριο προς τιμήν της Θεοτόκου, της Παναγίας, που αναφέρεται στο Θείο Πάθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταυροθεοτόκιο
|