θεοτόκιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θεοτόκιο | τα | θεοτόκια |
γενική | του | θεοτόκιου & θεοτοκίου |
των | θεοτόκιων & θεοτοκίων |
αιτιατική | το | θεοτόκιο | τα | θεοτόκια |
κλητική | θεοτόκιο | θεοτόκια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεοτόκιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεοτόκιο
|