↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταμπάτος η σταμπάτη το σταμπάτο
      γενική του σταμπάτου της σταμπάτης του σταμπάτου
    αιτιατική τον σταμπάτο τη σταμπάτη το σταμπάτο
     κλητική σταμπάτε σταμπάτη σταμπάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταμπάτοι οι σταμπάτες τα σταμπάτα
      γενική των σταμπάτων των σταμπάτων των σταμπάτων
    αιτιατική τους σταμπάτους τις σταμπάτες τα σταμπάτα
     κλητική σταμπάτοι σταμπάτες σταμπάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταμπάτος < στάμπ(α) + -άτος

  Επίθετο

επεξεργασία

σταμπάτος, -η, -ο

  • που έχει φτιαχτεί στάμπες, που έχει τυπωθεί με σταμπάρισμα
    ※  Παράλληλα με τα κεντητά υφάσματα και σε τούτα τα 40 χρόνια ξακολουθούσεν η παραγωγή από «σταμπάτα» υφάσματα, που τυπώνονταν με ξύλινες στάμπες (Φώτος Γιοφύλλης, Ιστορία της νεοελληνικής τέχνης, 1821-1941, τόμος 1, εκδ. Το Ελληνικό Βιβλίο, 1962, σελ. 164)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία