στέγαστρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στέγαστρον | τὰ | στέγαστρᾰ |
γενική | τοῦ | στεγάστρου | τῶν | στεγάστρων |
δοτική | τῷ | στεγάστρῳ | τοῖς | στεγάστροις |
αιτιατική | τὸ | στέγαστρον | τὰ | στέγαστρᾰ |
κλητική ὦ! | στέγαστρον | στέγαστρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στεγάστρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στεγάστροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στέγαστρον < στεγάζω, στεγασ- + -τρον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: στέγαστρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστέγαστρον, -ου ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις στεγάζω και στέγω
Πηγές
επεξεργασία- στέγαστρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στέγαστρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.