Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπορογόνος η σπορογόνα το σπορογόνο
      γενική του σπορογόνου της σπορογόνας του σπορογόνου
    αιτιατική τον σπορογόνο τη σπορογόνα το σπορογόνο
     κλητική σπορογόνε σπορογόνα σπορογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπορογόνοι οι σπορογόνες τα σπορογόνα
      γενική των σπορογόνων των σπορογόνων των σπορογόνων
    αιτιατική τους σπορογόνους τις σπορογόνες τα σπορογόνα
     κλητική σπορογόνοι σπορογόνες σπορογόνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπορογόνος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σπορογόνος

  • που παράγει-γεννά σπόρους ή σπόρια

  Μεταφράσεις επεξεργασία