Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπορογόνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπορογόν
ος
η
σπορογόν
α
το
σπορογόν
ο
γενική
του
σπορογόν
ου
της
σπορογόν
ας
του
σπορογόν
ου
αιτιατική
τον
σπορογόν
ο
τη
σπορογόν
α
το
σπορογόν
ο
κλητική
σπορογόν
ε
σπορογόν
α
σπορογόν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπορογόν
οι
οι
σπορογόν
ες
τα
σπορογόν
α
γενική
των
σπορογόν
ων
των
σπορογόν
ων
των
σπορογόν
ων
αιτιατική
τους
σπορογόν
ους
τις
σπορογόν
ες
τα
σπορογόν
α
κλητική
σπορογόν
οι
σπορογόν
ες
σπορογόν
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπορογόνος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σπορογόνος
που παράγει-γεννά σπόρους ή σπόρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπορογόνος