↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπορογονία οι σπορογονίες
      γενική της σπορογονίας των σπορογονιών
    αιτιατική τη σπορογονία τις σπορογονίες
     κλητική σπορογονία σπορογονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπορογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sporogonie[1] < αρχαία ελληνική σπόρος + γίγνομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπορογονία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία