Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπληνικός η σπληνική το σπληνικό
      γενική του σπληνικού της σπληνικής του σπληνικού
    αιτιατική τον σπληνικό τη σπληνική το σπληνικό
     κλητική σπληνικέ σπληνική σπληνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπληνικοί οι σπληνικές τα σπληνικά
      γενική των σπληνικών των σπληνικών των σπληνικών
    αιτιατική τους σπληνικούς τις σπληνικές τα σπληνικά
     κλητική σπληνικοί σπληνικές σπληνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπληνικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σπληνικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία