↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπλήνωση οι σπληνώσεις
      γενική της σπλήνωσης* των σπληνώσεων
    αιτιατική τη σπλήνωση τις σπληνώσεις
     κλητική σπλήνωση σπληνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπληνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπλήνωση μαρτυρείται από το 1854 στην καθαρεύουσα (σπλήνωσις)[1] < σπλήν(ας) + -ωση[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπλήνωση θηλυκό

  1. (ιατρική) παρουσία έκτοπου σπληνικού ιστού
    ※  Η σπλήνωση εμφανίζεται όταν στη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης (σπληνεκτομής) συμβαίνει διασπορά τεμαχίων σπληνικού παρεγχύματος και εμφύτευση αυτών σε διάφορα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Τα τεμάχια αυτά σταδιακά αρχίζουν να καθίστανται λειτουργικά.
    Όζοι θυρεοειδούς – θυρεοείδωση, συντάκτης: Γεώργιος Σακοράφας, 19-12-2022, @gsakorafas.gr
  2. (ιατρική) υπερλειτουργία ή υπερτροφία του σπλήνα
  3. (ιατρική) ύπαρξη πολλαπλών ενδοπαρεγχυματικών αποστημάτων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 920, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. σπλήνωση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.