σπλήνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπλήνωση | οι | σπληνώσεις |
γενική | της | σπλήνωσης* | των | σπληνώσεων |
αιτιατική | τη | σπλήνωση | τις | σπληνώσεις |
κλητική | σπλήνωση | σπληνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπληνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασπλήνωση θηλυκό
- (ιατρική) παρουσία έκτοπου σπληνικού ιστού
- ※ Η σπλήνωση εμφανίζεται όταν στη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης (σπληνεκτομής) συμβαίνει διασπορά τεμαχίων σπληνικού παρεγχύματος και εμφύτευση αυτών σε διάφορα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Τα τεμάχια αυτά σταδιακά αρχίζουν να καθίστανται λειτουργικά.
- Όζοι θυρεοειδούς – θυρεοείδωση, συντάκτης: Γεώργιος Σακοράφας, 19-12-2022, @gsakorafas.gr
- ※ Η σπλήνωση εμφανίζεται όταν στη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης (σπληνεκτομής) συμβαίνει διασπορά τεμαχίων σπληνικού παρεγχύματος και εμφύτευση αυτών σε διάφορα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Τα τεμάχια αυτά σταδιακά αρχίζουν να καθίστανται λειτουργικά.
- (ιατρική) υπερλειτουργία ή υπερτροφία του σπλήνα
- (ιατρική) ύπαρξη πολλαπλών ενδοπαρεγχυματικών αποστημάτων
Συγγενικά
επεξεργασία- υπερσπληνισμός
- σπληνισμός
- → και δείτε τη λέξη σπλήνα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 920, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ σπλήνωση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.