σπιντάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπιντάτος < speed + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίασπιντάτος, -η, -ο
- (ανεπίσημο) γρήγορος, που έχει γρήγορο ρυθμό
- ※ Ο λόγος φυσικά για εκείνο το αναιδές και σπιντάτο αριστούργημα που ξετρέλανε τις Κάννες το 1994 κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα -την ανώτερη δηλαδή τιμή για μια ταινία (menshouse.gr, ανακτήθηκε στις 18/7/2023 [1])
- ※ Η κουβέντα, τρία σπιντάτα λεπτά με απρόσμενες εκμυστηρεύσεις, θα μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος (Ιωάννα Καρυστιάνη, Σουέλ: μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ. 158)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπιντάτος
|