↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπιντάτος η σπιντάτη το σπιντάτο
      γενική του σπιντάτου της σπιντάτης του σπιντάτου
    αιτιατική τον σπιντάτο τη σπιντάτη το σπιντάτο
     κλητική σπιντάτε σπιντάτη σπιντάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπιντάτοι οι σπιντάτες τα σπιντάτα
      γενική των σπιντάτων των σπιντάτων των σπιντάτων
    αιτιατική τους σπιντάτους τις σπιντάτες τα σπιντάτα
     κλητική σπιντάτοι σπιντάτες σπιντάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπιντάτος < speed + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

σπιντάτος, -η, -ο

  • (ανεπίσημο) γρήγορος, που έχει γρήγορο ρυθμό
    ※  Ο λόγος φυσικά για εκείνο το αναιδές και σπιντάτο αριστούργημα που ξετρέλανε τις Κάννες το 1994 κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα -την ανώτερη δηλαδή τιμή για μια ταινία (menshouse.gr, ανακτήθηκε στις 18/7/2023 [1])
    ※  Η κουβέντα, τρία σπιντάτα λεπτά με απρόσμενες εκμυστηρεύσεις, θα μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος (Ιωάννα Καρυστιάνη, Σουέλ: μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ. 158)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία