Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπηλαιόβιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπηλαιόβι
ος
η
σπηλαιόβι
α
το
σπηλαιόβι
ο
γενική
του
σπηλαιόβι
ου
της
σπηλαιόβι
ας
του
σπηλαιόβι
ου
αιτιατική
τον
σπηλαιόβι
ο
τη
σπηλαιόβι
α
το
σπηλαιόβι
ο
κλητική
σπηλαιόβι
ε
σπηλαιόβι
α
σπηλαιόβι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπηλαιόβι
οι
οι
σπηλαιόβι
ες
τα
σπηλαιόβι
α
γενική
των
σπηλαιόβι
ων
των
σπηλαιόβι
ων
των
σπηλαιόβι
ων
αιτιατική
τους
σπηλαιόβι
ους
τις
σπηλαιόβι
ες
τα
σπηλαιόβι
α
κλητική
σπηλαιόβι
οι
σπηλαιόβι
ες
σπηλαιόβι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπηλαιόβιος
<
σπήλαιο
+
-ο-
+
-βιος
Επίθετο
επεξεργασία
σπηλαιόβιος
που κατοικεί σε
σπήλαιο
Συνώνυμα
επεξεργασία
σπηλαίος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπηλαιόβιος