↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπηλαιοβάραθρο τα σπηλαιοβάραθρα
      γενική του σπηλαιοβαράθρου
σπηλαιοβάραθρου
των σπηλαιοβαράθρων
    αιτιατική το σπηλαιοβάραθρο τα σπηλαιοβάραθρα
     κλητική σπηλαιοβάραθρο σπηλαιοβάραθρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπηλαιοβάραθρο < σπήλαιο + βάραθρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπηλαιοβάραθρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία