σπερματεγχύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασπερματεγχύτης αρσενικό
- (επάγγελμα) κάποιος που έχει εξειδικευτεί στην τεχνητή σπερματέγχυση για την αναπαραγωγή αγελάδων και άλλων σταβλιζόμενων ζώων
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερματεγχύτης
|