Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπασμολυτικό τα σπασμολυτικά
      γενική του σπασμολυτικού των σπασμολυτικών
    αιτιατική το σπασμολυτικό τα σπασμολυτικά
     κλητική σπασμολυτικό σπασμολυτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπασμολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σπασμολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπασμολυτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σπασμολυτικό