σπασμολυτικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπασμολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σπασμολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπασμολυτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου με σπασμολυτική δράση που ασκείται απ' ευθείας σε λείες μυικές ίνες όπως π.χ. του παχέος εντέρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπασμολυτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σπασμολυτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του σπασμολυτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σπασμολυτικός