Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπαρτοπλεχτική
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σπαρτοπλεχτικ
ή
οι
σπαρτοπλεχτικ
ές
γενική
της
σπαρτοπλεχτικ
ής
των
σπαρτοπλεχτικ
ών
αιτιατική
τη
σπαρτοπλεχτικ
ή
τις
σπαρτοπλεχτικ
ές
κλητική
σπαρτοπλεχτικ
ή
σπαρτοπλεχτικ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπαρτοπλεχτική
<
σπάρτο
+
-ο-
+
πλεχτική
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπαρτοπλεχτική
θηλυκό
η
κατασκευή
καλαθιών
,
σχοινιών
κ.λπ.
χρησιμοποιώντας
σπάρτα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σπαρτοπλεκτική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπαρτοπλεχτική