πλεχτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλεχτική < πλεκτική
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλεχτική θηλυκό
- άλλη μορφή του πλεκτική
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλεχτική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πλεχτική
πλεχτική θηλυκό
|
πλεχτική