πλεκτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ple.ktiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλε‐κτι‐κή
- ομόηχο: πλεκτικοί
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλεκτική θηλυκό
- άλλη μορφή του πλεχτική
Σύνθετα επεξεργασία
- καλαθοπλεκτική / καλαθοπλεχτική
- σπαρτοπλεκτική / σπαρτοπλεχτική
- ψαθοπλεκτική
- λήγουν σε -πλεκτική - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πλεκτική