↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαλομπριζόλα οι σπαλομπριζόλες
      γενική της σπαλομπριζόλας των σπαλομπριζολών
    αιτιατική τη σπαλομπριζόλα τις σπαλομπριζόλες
     κλητική σπαλομπριζόλα σπαλομπριζόλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σπαλομπριζόλα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαλομπριζόλα < σπάλα + -ο- + μπριζόλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπαλομπριζόλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία